αεροσεισμική

αεροσεισμική
Κλάδος της σεισμολογίας, που ερευνά τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, αλλά και τη μορφολογία του βυθού των θαλασσών. Οι μέθοδοι της α. χρησιμοποιούνται σήμερα περισσότερο στην εξέταση του βυθού παρά στην έρευνα της ατμόσφαιρας, η οποία γίνεται με ειδικούς πυραύλους ή τεχνητούς δορυφόρους. Κύριο όργανο της α. για την εξακρίβωση της σύστασης της ατμόσφαιρας είναι το αεροσεισμόμετρο.
* * *
η (Μετεωρ.)
παλαιότερη μέθοδος διασκοπήσεως τής θερμοκρασιακής καταστάσεως ανώτερων κυρίως ατμοσφαιρικών στρωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”